sacerdotal$71560$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

sacerdotal$71560$ - translation to ελληνικό

TENDENCY TO ATTACH UNDUE IMPORTANCE TO THE ORDER AND THE MINISTRY OF PRIESTS, TO THE LIMITATION OF THE OPERATION OF DIVINE GRACE
Sacerdotium; Sacerdotal; Sacer dotium; Sacerdotalist; Sacerdotalists
  • "Scripture...sets before us Christ alone as mediator, atoning sacrifice, high priest, and intercessor."—[[Augsburg Confession]] Art. XXI.<ref>[https://books.google.com/books?id=ig5PF6Tf07UC&pg=PA59 Augsburg Confession, Article 21, "Of the Worship of the Saints"]. trans. Kolb, R., Wengert, T., and Arand, C. Minneapolis: [[Augsburg Fortress]], 2000.</ref>

sacerdotal      
adj. ιερατικός

Ορισμός

sacerdotalism

Βικιπαίδεια

Sacerdotalism

Sacerdotalism (from Latin sacerdos, "priest", literally "one who presents sacred offerings", sacer, "sacred", and dare, "to give") is the belief in some Christian churches that priests are meant to be mediators between God and humankind. The understanding of this mediation has undergone development over time and especially with the advent of modern historical and biblical studies.